μονοφασικός

μονοφασικός
-ή, -ό
1. βιολ. ο σχετικός με την καταγραφή τής δραστηριότητας μιας νευρικής ίνας από ένα μόνο ηλεκτρόδιο που είναι τοποθετημένο κοντά στην ίνα, ενώ το ηλεκτρόδιο αναφοράς παραμένει σε ορισμένη απόσταση
2. φρ. (ηλεκτρ.) «μονοφασικό ρεύμα» — εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα το οποίο διανέμεται με δύο αγωγούς, τον ρευματοφόρο και τον μη ρευματοφόρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. monophasic (< μον(ο)-* + φάση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”